- βόσκεται
- βόσκωfeedfut ind mid 3rd sg (doric)βόσκωfeedpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βόσκεθ' — βόσκετε , βόσκω feed pres imperat act 2nd pl βόσκετε , βόσκω feed pres ind act 2nd pl βόσκεται , βόσκω feed fut ind mid 3rd sg (doric) βόσκεται , βόσκω feed pres ind mp 3rd sg βόσκετο , βόσκω feed imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) βόσκετε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκετ' — βόσκετε , βόσκω feed pres imperat act 2nd pl βόσκετε , βόσκω feed pres ind act 2nd pl βόσκεται , βόσκω feed fut ind mid 3rd sg (doric) βόσκεται , βόσκω feed pres ind mp 3rd sg βόσκετο , βόσκω feed imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) βόσκετε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… … Dictionary of Greek
μελισσόβοτος — μελισσόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», Ανθ. Παλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὀ μελισσόβοτον άλλη ονομασία τού φυτού μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + βοτος (< βοτόν), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] … Dictionary of Greek
μηλόβοτος — μηλόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + βοτος (< βόσκω),… … Dictionary of Greek
μηλόνομος — μηλόνομος, ον (Α) αυτός που βόσκεται από πρόβατα ή αίγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + νομος (< νόμος< νέμω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek